Ο φίλος μου σηκώθηκε και κοίταξε στο δωμάτιο του αδελφού του αλλά δεν είδε κανένα. Όμως ορκιζόταν ότι άκουσε ψιθύρους και πολύ σιγανά μουρμουρητά. Οι γονείς τους κοιμόντουσαν σε άλλο δωμάτιο με την πόρτα πάντα κλειστή. Το πρωί ρώτησε τον αδελφό του αν μπήκε κανείς στο δωμάτιο αλλά ο αδελφός του είπε ότι κοιμήθηκε σερί όλο το βράδυ. 

Αυτό γινόταν για αρκετές ημέρες. Κάθε βράδυ κατά τις δώδεκα με μία έβλεπε την σκιά να μετακινείται στο δωμάτιο του μικρού αδελφού του και μετά άκουγε για κάνα τέταρτο ψίθυρους. Σταδιακά παρατηρούσε ότι η συμπεριφορά του αδελφού του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ο μικρός από ήσυχος και ευγενικός είχε γίνει υπερβολικά ζωηρός, άτακτος και αγενής. Έτσι μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει το είπε στην γιαγιά του. Αυτή είπε οτι πρόκειται για κακό πνεύμα ή δαιμόνιο που βάζει κακές ιδέες στο μυαλό του μικρού.

Έτσι η γιαγιά για να πολεμήσει το πνεύμα λιβάνισε όλο το δωμάτιο, κρυφά βέβαια από όλους, και μετά έβαλε μια μικρή εικόνα της Παναγίας κάτω από το μαξιλάρι του μικρού.

Το ίδιο βράδυ, η σκιά ξαναμπήκε στο δωμάτιο αλλά αυτή την φορά αντί για μουρμουρητά ο φίλος μου άκουσε ένα αναστεναγμό και ένα ψιθυριστό επιφώνημα πόνου.

Η σκιά δεν ξαναεμφανίστηκε κανένα άλλο βράδυ και με τις μέρες η συμπεριφορά του μικρού άλλαξε προς το καλύτερο.


Στοιχειωμένο σπίτι:

Ανάμεσα στις πολλές ιστορίες που διαδίδονται για στοιχειωμένα σπίτια στον ελλαδικό χώρο συγκαταλέγεται η ιστορία του Διαμαντέικου σπιτιού στην περιοχή του Αχλαδόκαμπου.

Η υπηρέτρια του παλιού αρχοντικού ήταν η πρώτη που ανέφερε πως είδε κάποιες φευγαλέες θεόρατες παρουσίες να πλανιούνται στο σπίτι. 
Πίστεψε όπως είπε πως ήταν βρικόλακες που έκαναν την εμφάνισή τους κάθε Τετάρτη και Παρασκευή και επιχειρούσαν να φάνε το αλεύρι από τις αποθήκες. Το 1925 το σπίτι πουλήθηκε στην οικογένεια Σελλή. Οι καινούριοι ένοικοι ένιωσαν δυσφορία και ανησυχία με τη διάχυτη αίσθηση εχθρότητας στην ατμόσφαιρα, με τους ανεπαίσθητους ήχους αργόσυρτων βημάτων και το απειλητικό συναίσθημα ότι κάποιος τους παρακολουθούσε. 
Λίγους μήνες αργότερα η κατάσταση χειροτέρεψε, απότομοι υπόκωφοι κρότοι, πάταγοι και βουητά μυστηριώδους προέλευσης τάρασσαν τον ύπνο τους και τους ξυπνούσαν ξαφνικά τα βράδια.

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αόρατα πλάσματα προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους με διάφορους τρόπους, μανταλώνοντας τις πόρτες, αλλάζοντας θέση στα προσωπικά αντικείμενα, μισανοίγοντας τα πορτόφυλλα, ανάβοντας φώτα και προκαλώντας αλλόκοτες δαιμονικές λάμψεις κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Αυτά τα φαινόμενα δοκίμασαν γερά τα νεύρα των ενοίκων και τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν το ιδιόμορφο σπίτι. Οι επόμενοι κάτοικοι του αρχοντικού ήταν οι οικογένειες Διαμαντογιάννη και Δολίτση. Σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής κάποια από τα μέλη της οικογένειας βρήκαν ατυχή και ανεξήγητο θάνατο και κυκλοφόρησε η φήμη ότι το σπίτι είναι καταραμένο.

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1945, μια παράξενα ηχηρή αστραπή πάνω από την οροφή του σπιτιού φαίνεται πως ήταν το τελευταίο σημάδι του περίεργου όντος το οποίο μπορούμε να υποθέσουμε ότι θεώρησε αρκετή την αναστάτωση που προκάλεσε και από εκείνη τη μέρα εξαφανίστηκε μια και καλή από το κτίσμα.